- ορσινεφης
- ὀρσινεφήςὀρσῐ-νεφής2нагоняющий тучи
(Ζεύς Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ζεύς Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ορσινεφής — ὀρσινεφής, ές (ΑΜ) αυτός που διεγείρει, που συγκεντρώνει τα σύννεφα, ο νεφεληγερέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + νεφής (< νέφος), πρβλ. υψι νεφής] … Dictionary of Greek
ὀρσινεφής — cloud raising masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek